γουρουνοτσάρουχο

γουρουνοτσάρουχο
το
1. τσαρούχι από χοιρόδερμα
2. άνθρωπος άξεστος, που φοράει γουρουνοτσάρουχα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • γουρουνοτσάρουχο — το 1. τσαρούχι από δέρμα γουρουνιού: Ο παππούς φόρεσε τα γουρουνοτσάρουχά του. 2. μτφ., άξεστος, ανάγωγος, αγροίκος: Ζει χρόνια μόνος κι έγινε γουρουνοτσάρουχο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γουρούνι — το (Μ γουρούνιον και γουρούνιν) 1. χοίρος 2. άνθρωπος βρόμικος και άξεστος 3. φρ. «αγοράζω γουρούνι στο σακί» παίρνω οτιδήποτε χωρίς να το εξετάσω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γουρούνι < μσν. γουρούνι(ο) ν < αρχ. γρώνα «θηλυκό γουρούνι» (Ησύχ.) (αν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”